Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

ΝΑ ΔΕΧΩΜΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ..ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ

Τρίκαλα: Εκοιμήθη εν Κυρίω ο γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ...






Μα, μπορεί να πεί κάποιος, άν ο αδελφός μου έχει άδικο; 
Είναι σωστό να με κάνει ό,τι θέλει; 

Βεβαίως. Σωστό και φυσιολογικό είναι, διότι ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με τον χαρακτήρα του.

Ο καθένας εκφράζει με την συμπεριφορά του το περίσσευμα της καρδιάς του. 
Δεν μπορεί να σου δώσει κάτι άλλο, δεν γίνεται να σου δώσει αυτό που θέλεις εσύ.
Άν κάποιος ξέρει να μιλά μόνον άγρια, σημαίνει πως έτσι είναι ο ψυχικός του κόσμος. Όταν εγώ θέλω να μου συμπεριφέρεσαι ορθά, είναι σα να λέγω στο φώς, σταμάτησέ μου τον αέρα, ή στο τραπέζι, βγάλε μου φωνή.
Ο άνθρωπος εκφράζεται όπως ο πατέρας του, η μάνα του, ανάλογα με το κληρονομικό του, με την ζωή που έχει ζήσει μέχρι τώρα.

Όλα αυτά πέφτουν επάνω μου. 

Αυτό που μπορώ εγώ να κάνω, είναι να δέχωμαι τον καθένα όπως είναι, και ιδιαίτερα όταν αντιδρά απέναντί μου, όταν έρχεται εναντίον μου, διότι αυτό μπορεί να με κάνει άγιο.

Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης


Παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης και Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ...



ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ






Αποτέλεσμα εικόνας για χριστος ανεστη






Τα ξύλα του παπά

 

 

Σχετική εικόνα

 

 

 

Πέμπτη του Πάσχα

Ο συνεφημέριός του ο πάπα – Γαβριήλ φαίνεται πως είχε αϋπνίες. Χθες ήταν η σειρά του να λειτουργήσει. Μετά πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψει ξύλα. Και σήμερα νάτον ξημερώματα, έτοιμος να κάνει τον πραματευτή. 

Κανονικά όφειλε να πάει στην εκκλησιά. Τέτοια μέρα, ακόμη Πασχαλιά, που ξανακούστηκε να λείπει απ’ τη Λειτουργία Ας όψονται, όμως, τα τόσα στόματα που περιμένουν στο σπίτι. 

Κάποιος έπρεπε να νοιαστεί για το καθημερινό τους

Οκτώ του έδωσε ο Θεός κι άλλα τρία ο Αναστάσης ο κουμπάρος του: 

Τη γυναίκα του, την πεθερά του, την «κυρά – ντουλάπα», και τον κουνιάδο του, που δεν φτουρά σε δουλειά Έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε Είχε μπροστά του πολύ δρόμο. Υπολόγιζε πριν το μεσημέρι να φτάσει στην πόλη κι αν όλα παν καλά, αργά το βράδυ να είναι πάλι πίσω.

«Βαστάτε ποδαράκιά μου» αναστέναξε καθώς αναλογίστηκε το δρόμο που ‘χε να κάνει. Κατά πως το είχε συνήθειο 

Αποφεύγει και τα κοροϊδευτικά χαμόγελα του πάπα – Γαβριήλ ή τις ειρωνίες του Ιορδάνη, του ψάλτη: «Εξαιρετικά τα λες παπά. Σαν μανάβης» 

Το ξέρει. Η φωνή του ακούγεται άσχημα. Μα ότι λέει, το ψέλνει με την καρδιά του κι αυτό θέλει ο Θεός. Όπως τότε που ήταν μικρός. Και φλεγότανε απ’ το μεράκι των ύμνων

Ακόμη κι ο δεσπότης τη μοναδική φορά που λειτούργησε μαζί του του είπε:

«Σούς μπρε. Δεν το λέγεις καλά»

Ήταν ένα όριο που του έβαλε ο Θεός και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. 

Το μόνο που κατόρθωσε είναι, όσα λέει, να τα λέει μέσα απ’ την καρδιά του. Κι αυτό είναι που θέλει ο Θεός. Την καρδιά, όχι το λαρύγγι

Η παρηγοριά του για τη σιωπή που έχει επιβάλλει στον εαυτό του. Σιωπή για να μην ενοχλεί, όπως ενοχλούσε τότες που μικρός στεκόταν παράμερα στο ψαλτήρι.

Όπως ενοχλούσε αργότερα τους φίλους του που προχώρησαν στην ψαλτική κι ας πίστευε πως θα τον θέλουν κοντά τους.

Όπως ενοχλούσε το φίλο του τον Αποστόλη, που έγινε δεξιός ψάλτης στο διπλανό χωριό. Σταμάτησε, έτσι, να ψέλνει μπροστά στον κόσμο και προτιμούσε τις ερημιές. Με τα τροπάρια μετρούσε τις αποστάσεις. Ξεκίναγε με τον όρθρο, έλεγε και λίγα απ’ τον εσπερινό κι αν είχε κι άλλο δρόμο πρόσθετε και μερικά σκόρπια τροπάρια. Αυτό θα έκανε και τώρα, μέρες της Πασχαλιάς. «Μπρός, λοιπόν, παπά δώσε του να καταλάβει» μονολόγησε. Έκανε το σταυρό του κι άρχισε:

«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί…

 

 

Αποτέλεσμα εικόνας για γιώργη Θ Πρίντζιπα, Το συναξάρι των κρυφών ονείρων,

 

 

 

Αφού έψαλε όλον τον 

«Πόσο τα ξύλα παπά;»

«Πέντε γρόσια εφέντη μ’».

Πολλά δεν είναι βρε 

«Κι υστέρα τι παίρνεις με πέντε γρόσια;»

«Άντε να σού δώσω τρία να τα φέρεις και στο σπίτι».

«Να χαρείς τα νειάτα σου εφέντη μ’. Κάμε τα τουλάχιστο τέσσερα. Είμαι φτωχός κι έχω τόσα στόματα να θρέψω».

«Καλά. Ας είναι. Θα σού δώσω τέσσερα».

Σηκώθηκε απ’ το σκαμνί του, τεντώθηκε και πλησίασε τον παπά. Χαΐδεψε λίγο το ζώο και μετά στράφηκε άγριος στο παπά.

«Δεν λυπάσαι το ζώο βρε Γκιαούρ; Πως το φόρτωσες το καημένο; Κοντεύει να ψοφήσει Δεν φοβάσαι το Θεό βρε καραμπάς;»

«Αντέχει εφέντη μ’» τόλμησε ν’ απαντήσει ο πάπα – Λευτέρης.

«Σους μπρε» έβαλε τις φωνές ο τούρκος και σήκωσε το χέρι του απειλητικά. 

«Πάμε σπίτι να το ταΐσεις λίγο και να το ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά»

Γιόμισε ο μαχαλάς απ’ τις φωνές του. Ο παπάς, τον ακολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θάναι» σκέφτηκε κι από μέσα του έλεγε όσες ευχές του ερχόντουσαν στο μυαλό. Μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού φώναξε ένα όνομα. Ύστερα και με μία κλωτσιά την άνοιξε διάπλατα.Μπες μέσα μπρε γκιαούρ. Δεν φοβάσαι το Θεό είσαι και παπάς».

Με τον ίδιο τρόπο έκλεισε την πόρτα κι αμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν το ζώο. Ο τούρκος, με φωνές, τράβηξε σχεδόν τον παπά Λευτέρη μέσα στο σπίτι, που απ’ το φόβο του έχασε κάθε δύναμη ν’ αντισταθεί. Μόνο έτσι σαν αστραπή του πέρασε η σκέψη:

«Είδες τι έπαθες για να μην πας στη Λειτουργία;»

 

Μέχρι την πόρτα του σπιτιού χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του. Μόλις πέρασαν το κατώφλι την έκλεισε με τόση δύναμη λες κι ήθελε να την γκρεμίσει. 

Ο άγριος τούρκος, αυτός που χωρίς αιτία ήταν έτοιμος να κακοπαιδέψει το φτωχό παπά, 

 

 

Σχετική εικόνα

 

 

«Σχώραμε παπούλη μου, σχώραμε»

Μην καταλάβουν τίποτα και χαθούμε. 

Είχε μπροστά του έναν απ’ τους κρυπτοχριστιανους

Πέρασαν τα χρόνια 

 

 

Αποτέλεσμα εικόνας για γιώργη Θ Πρίντζιπα, Το συναξάρι των κρυφών ονείρων,

 

 

Και να τώρα που είχε μπροστά του ένα δικό τους. Τον επίασε από τα χέρια και τον σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν δύο γυναίκες, η μία νέα η άλλη ηλικιωμένη, και τον περιτριγύρισαν ένα τσούρμο παιδιά

«Η φαμιλιά μου παπούλη μου»

Πρώτα κοντά τους έμενε ένας χότζας που ήταν κρυφός παπάς. Αυτός τους βάφτισε, αυτός τους πάντρεψε, αυτός κήδευε τους πατεράδες τους. 

Όλα στα κ ρ υ φ ά .Νύχτα πάνω στη νύχτα.

Τη νύχτα έκανε την κηδεία και το πρωί όλα τα έθιμα των μουσουλμάνων. 

Διπλή ζωή, διπλό ξόδι.

«Να κάνουμε τώρα την Ανάσταση»,

η ιδέα άστραψε στο μυαλό του πάπα – Λευτέρη. «Τι πειράζει; Πασχαλιά είναι ακόμη. Ετοιμαστείτε κι εδώ είμ΄ εγώ».

Απ’ τη στιγμή εκείνη ένας ολάκερος μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Μέχρι το βράδυ βρέθηκαν 

Γύρω στα μεσάνυχτα γιόμισε το σπίτι από κρυφοχριστιανούς.

Ο πάπα – Λευτέρης άρχισε το ψάλσιμο μ΄ ένα γέροντα.

Τούς έφτανε που άκουγαν τα λόγια.

«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών».

 

Μετά, εκεί στη μέση, έψαλε «την Ανάστασίν σου Χριστέ Σωτήρ», διάβασε το Ευαγγέλιο κι ενώ η πόλη ησύχαζε, 

 




Αποτέλεσμα εικόνας για γιώργη Θ Πρίντζιπα, Το συναξάρι των κρυφών ονείρων,

 



Ήταν έτοιμη να ξεπροβάλει η νέα μέρα, όταν ξεκίναγε να γυρίσει στο χωριό. Πίσω του άφηνε το σπίτι, που έγινε η 

Τώρα ήξερε. 

Τις πιο πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι του πεθαμένου 

Μαζί τους άρχισε κι αυτός να ζει τους φόβους και τις αγωνίες τους κι όταν γνωρίστηκαν καλά η έγνοιά του σκλαβώθηκε στο μαχαλά τους.

«Τα παιδιά έχουν σήμερα μπαϊράμι»

έλεγε στην παπαδιά «κι όλη μέρα θα είναι 

Πηγή:

Γιώργη Θ Πρίντζιπα, 

 

 

Σχετική εικόνα

 

 

 

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η ΠΌΡΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΟΙΞΕΣ












Εφη Σαλαχα on Twitter: "Πορτες παλιες ... με ποση αγαπη , περναει ο χρονος  πανω τους , αφηνοντας σημαδια ... πορτες κλειστες ... ποσες αγαπες ,  φιλοξενησαν στην αγκαλια τους , με


Ήρθα στην πόρτα σου
νωρίς το πρωί.
Χαϊδεψα το ροπτρο
ανθρώπινο σημάδι
ενα χεράκι
χτυποπορτι το λένε
πολυκαιρισμενο απ τα χρόνια.
Πώς να το πω
να σου χτυπήσω ήθελα
να ανοίξεις
της μιας στιγμής χαμόγελο
στην συννεφιά της μέρας
η ελπίδα.
Είμαι μπροστά στην πόρτα σου
να ανοίξεις περιμένω.
Μπροστά στην πόρτα την κλειστή
αναμονες γεμάτη
και χτυποκαρδια.


Twitter पर Ήρεμη δύναμη......: "MIA XΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΑ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΡΤΑ...ΜΙΑ  ΒΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑ... ΑΡΚΟΥΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΟ! ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΑΠΟ  ΛΕΡΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!… "