Ότι είστε μαζί στα εύκολα, στα δύσκολα, στα καλά και στα άσχημα γνωρίζοντας πως η αγκαλιά του άλλου είναι το σπίτι σου, η ασφάλειά σου, ειναι μεγαλη τυχη.
Απλώνεις το χέρι για βοήθεια και ξέρεις ότι ο σύντροφός σου θα σε πιάσει.
Με λίγα λόγια, η συντροφικότητα είναι σπουδαία και τα παιδιά που μεγαλώνουν με συντροφικούς γονείς είναι τυχερά
Σπουδαία η συντροφικότητα
Να απλώνεις το χέρι όταν βυθίζεσαι και να ξέρεις πως ο σύντροφός σου θα είναι εκεί να σε τραβήξει…
Να μοιράζεσαι μαζί του τη χαρά, τα δύσκολα και τα ακόμα πιο δύσκολα…
Να κοιμάσαι ζεστά τα βράδια και να ξυπνάς χαμογελώντας…
Να μπορείς να βλέπεις στον άλλον την ομορφιά μέσα στην τόση ασχήμια γύρω μας…
Να μοιράζεσαι και να μη σου λείπει το κομμάτι που δίνεις!
Σπουδαία η συντροφικότητα!
Τυχερά τα παιδιά που μεγαλώνουν με συντροφικούς γονείς…
Γεμίζουν με όμορφες αναμνήσεις και μαθαίνουν από νωρίς να ξεχωρίζουν την αγάπη
Μαθαίνουν από νωρίς να σέβονται τον εαυτό τους και ταλαιπωρούνται λιγότερο μεγαλώνοντας
Σπουδαία η συντροφικότητα μα θέλει και θυσίες…
Θέλει να κάνεις πίσω σ αυτά που μπορείς αλλά και να βάζεις όρια σε αυτά που δεν θέλεις να χάσεις…
Σπουδαίο να φτάνεις μέχρι το τέλος και να έχεις χορτάσει από αγάπη.
Όταν φροντίζουμε τον εαυτό μας, σωματικά, συναισθηματικά, νοητικά, μας το ανταποδίδει
Συνήθως αντιμετωπίζουμε τη ζωή πολύ πιο σοβαρά από όσο χρειάζεται.
Περισσότερη χαλαρότητα και χιούμορ οδηγούν σε λιγότερο θυμό, νεύρα, ανησυχία, στενοχώρια.
Την ευτυχία δεν τη βρίσκουμε, δεν μας τυχαίνει, δεν την κυνηγάμε. Τη φτιάχνουμε με ό,τι έχουμε διαθέσιμο, που συνήθως είναι αρκετό.
Οι αναποδιές, και οι κακοτυχίες είναι μεταμφιεσμένες ευκαιρίες για εξέλιξη και πρόοδο.
Είναι πιο αποτελεσματικό να προσπαθούμε για κάτι από το να περιμένουμε να συμβεί από μόνο του.
Η υπομονή είναι αρετή, αλλά αν δεν έχει όριο , καταντάει ανοησία.
Η πίστη σ ενα στόχο είναι απαραίτητη
Η προσωπική δύναμη αυξάνεται όσο περισσότερες και μεγαλύτερες δυσκολίες ξεπερνάμε.
Ο δρόμος για την επιτυχία ποτέ δεν είναι μόνον ένας. Και για την αποτυχία επίσης. Και μπορεί να είναι ο ίδιος ακριβώς δρόμος.
Τα όνειρα φέρνουν απογοήτευση, αν δεν τα κυνηγήσουμε.
Ό,τι αντιστεκόμαστε μας πονάει, ό,τι αποδεχόμαστε μας προχωράει.
Οι πράξεις είναι πιο σημαντικές απ τα λόγια.
Το μέλλον δεν το διαμορφώνουν οι σκέψεις αλλά οι πράξεις.
Το πώς και πού ξοδεύει ο καθένας το χρόνο του καθορίζει την επιτυχία του. Το πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα, καθορίζει την ευτυχία του.
Τα σημαντικότερα εργαλεία για την επιτυχία είναι η πίστη, η μεθοδικότητα, η επιμονή, η ευελιξία, η αυτοαξιολόγηση, η ευγένεια, η προσφορά και το γνήσιο ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων.
Ο επιμένων δεν νικά πάντα, μπορεί μάλιστα να φάει και τα μούτρα του, αλλά τουλάχιστον μπορεί να μάθει κάτι χρήσιμο από την αποτυχία.
Η τύχη και οι συγκυρίες παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από όσο νομίζουμε, αλλά αν το παραδεχόμασταν μπορεί να μας δημιουργούσε μεγάλη ανασφάλεια.
Ό,τι συμβαίνει δεν θα μπορούσε να έχει γίνει αλλιώς, με δεδομένα όλα αυτά που προηγήθηκαν.
Όσο περισσότερα περιμένει κάποιος απ τους άλλους, τόσο πιο πολύ θα απογοητεύεται. Γενικά, η προσδοκία είναι το θεμέλιο της απογοήτευσης.
Η γνώση βοηθάει να προετοιμαστούμε για το μέλλον και η ανησυχία να το σαμποτάρουμε.
Πάντα είναι πιο αργά από ό,τι νομίζουμε για αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Αλλά έστω κι έτσι, κάλλιο αργά παρά αργότερα ή ποτέ.
Το σύμπαν μπορεί να είναι άπειρο αλλά ο χρόνος μας σίγουρα όχι. Όμως όταν είμαστε νέοι το αντιλαμβανόμαστε συνήθως όταν τον έχουμε ήδη κατασπαταλήσει.
Τα χρήματα έρχονται εύκολα όταν βρούμε ποιος μπορεί μας τα δώσει και για ποιον λόγο και εφόσον του δώσουμε το κατάλληλο αντάλλαγμα.
Πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό που χάσαμε.
Τα μεγαλύτερα κίνητρα για αλλαγή είναι οι έντονες ανάγκες, τα μεγάλα αδιέξοδα και ο ψυχικός πόνος.
Κάθε άνθρωπος είναι πραγματικά μοναδικός σε όλα του και με τον τρόπο του.
Ό,τι αξίζει πολύ ,συνήθως είναι δύσκολο, χρονοβόρο, ή/και επίπονο. Για να κερδίσουμε πρέπει να επενδύσουμε. Χρόνο, κόπο, χρήμα, ενέργεια.
Η αίσθηση ή η πίστη ότι όλα θα πάνε καλά είναι απλά μία ψευδαίσθηση. Ενίοτε χρήσιμη, άλλοτε όμως επικίνδυνη.
Αυτό που μας ενοχλεί είναι αυτό που πρέπει να αλλάξουμε ή να αποδεχτούμε, αντί να γκρινιάζουμε και να μεμψιμοιρούμε.
Μία σίγουρη πηγή μελλοντικού ψυχικού πόνου είναι η προσκόλληση σε ανθρώπους, καταστάσεις, πράγματα. Διότι τίποτα δεν είναι σίγουρο ή «για πάντα».
Η απελπισία έρχεται από την αδυναμία να δούμε πέρα από το προφανές.
Είμαστε συναισθηματικά όντα και ό,τι κάνουμε καθορίζεται κατά βάση από τα συναισθήματά μας, ακόμα και όταν δεν τα νιώθουμε.
Τα συναισθήματα μπορεί να είναι βοήθειες αλλά και παγίδες, ανάλογα και με το πώς τα διαχειριζόμαστε.
Αυτό που φαίνεται συχνά δεν είναι καθόλου έτσι.
Τα μαθήματα που δεν παίρνουμε από τις εμπειρίες μας, επαναλαμβάνονται μέχρι να τα πάρουμε και να αλλάξουμε.
Οι εξηγήσεις που δίνουμε για ό,τι συμβαίνει πολύ σπάνια είναι ακριβείς και πλήρεις. Είναι απλά ιστορίες που μπορούμε να αποδεχτούμε με τις γνώσεις και την αντίληψη που έχουμε.
Πάντα φταίμε για κάτι που συνέβη, έστω σ ένα μικρό βαθμό, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε.
Όποιος δεν ξέρει τι θέλει, ικανοποιεί τις επιθυμίες των άλλων και μόνο.
Όποιος δεν ζητάει συνήθως δεν θα λάβει. Αλλά και να ζητήσει, δεν είναι σίγουρο ότι θα λάβει. Έχει σημασία τι ζητάει, από ποιον, πότε, πώς και με ποια αιτιολογία.
Η αξία κάποιου δεν καθορίζεται από τις γνώσεις και τις δυνατότητές του, αλλά από το τι πραγματικά προσφέρει.
Αυτό που νομίζει ο καθένας για τον εαυτό του αλλά και για οποιονδήποτε άλλο απέχει πάντα από την πραγματικότητα.
Όποιος έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι γιατί την χρειάζεται. Όπως κι αυτός που έχει πολύ μικρή ιδέα για τον εαυτό του.
Πάντα υπάρχει τουλάχιστον ένας καλύτερος και ένας χειρότερος από τον καθένα μας σε οτιδήποτε. Και μπορούμε μάθουμε και από τους καλύτερους, και από τους χειρότερους.
Όποιος μπορεί να μαθαίνει από τα λάθη των άλλων γλιτώνει από πολλά δικά του.
Η φιλία κτίζεται δύσκολα και γκρεμίζεται εύκολα.
Κανείς δεν είναι γεννημένος εχθρός μας, αλλά μπορούμε να αποκτήσουμε πολλούς με τη συμπεριφορά μας, ακόμα και χωρίς να το καταλάβουμε.
Το αποτέλεσμα συχνά είναι πολύ πιο σημαντικό από την πρόθεση. Ιδίως όταν είναι προβληματικό ή βλαπτικό.
Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, γιατί τα μέσα μπορεί να κάνουν ζημιές και να αφήσουν πληγές.
Κάθε εμπόδιο δεν είναι πάντα για το καλό μας, αλλά μπορεί να είναι για το καλό κάποιου άλλου.
όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς,
μ’ εκάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάσταση. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι.
Οι μέρες του μετρημένες.
Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα έξης, για το πώς πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, «σκληρός άθεος» και άπιστος.
«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους που είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε «Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!…» Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, που εγώ ο ανεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίσει και πάλιν «το Χριστέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…»
Εγώ μούγκριζα από τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό. Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο που τού έδωσε και τους πόνους που είχε.
Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς που είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό.
Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα «την Θεία Μεταλαβιά» κι εγώ ο άθλιος ξερνούσα από αηδία.
– Σκάσε, επί τέλους! σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς «Δόξα Σοι, ο Θεός»! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, που εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει. Όχι! δεν υπάρχει… Και αυτός με γλυκύτητα απαντούσε: «Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας
καθαρίζει από τις πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν με καμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για τη Βασιλεία των ουρανών».
Οι απαντήσεις του μ’ εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες.
Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω:
«-Δεν υπάρχει Θεός… Δεν πιστεύω σε τίποτα… Ούτε στον Θεό ούτε σ’ αυτά τα «κολοκύθια» που μού λες περί Βασιλείας του Θεού σου…» Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:
-Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα ενός Χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεός Του θα με σώσει. Περίμενε, θα δεις και θα πιστέψεις! Και η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα «παραβάν», όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τούς είπα «όχι, γιατί θέλω να δω πώς αυτός ο γέρος θα πεθάνει!!!».
Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό.
Πότε έλεγε κάποια «Χαίρε» για την Παναγία, που αργότερα έμαθα ότι λέγονται «Χαιρετισμοί».
Κατόπιν σιγοέψαλλε το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Από των πολλών μου αμαρτιών…», το «Άξιον εστί», κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε:
«Καλώς τον Άγγελό μου!
Σ΄ ευχαριστώ, που ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ!… Σ’ ευχαριστώ!…» Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και εκοιμήθη!
Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο!
Ναι, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο «ξιπασμένος», ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’ αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν από που ήρχετο η παράξενη αυτή μυρωδιά.
Έτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι’ αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα ‘βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:
– Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωρισθεί από το σώμα για να δώσει τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεΐα και στον μαρξισμό; Εσείς με μάθατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω… Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;… Από αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Για τίποτε άλλο.
Ήρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί:
«-Έχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε….. Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε.
Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω. Και σ’ ένα – δυο επισκέπτες:
«- Αν δεν ξέρεις ή αν δεν πιστεύεις, να φύγεις!…»
Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί…»
Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ο Ξενοφών. Και το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο!
Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δυο-τρεις φορές και υστέρα από πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, με ζέουσα την πίστη, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι’ αυτός τον Θεό.