Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σχολικα χρονια δεκαετιας 50 και 60 κοσμασερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σχολικα χρονια δεκαετιας 50 και 60 κοσμασερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΣΧΟΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

 








Βέργες, ποδιές, πηλικια, πλάκες γραφής, ταγάρια, αναγνωστικά παιχνίδια, ραβασάκια και σκονάκια.

Ενθύμια μιας άλλης εποχής, που εκτίθενται σε ένα κτήριο μιας μικρής στοάς στην Πλάκα.
Τότε που στο σχολείο μόνο ρόδινα δεν ήταν τα πράγματα. 

Η οικονομική δυσπραγία  μεγάλη
και η φοίτηση στο σχολείο καθόλου δεδομένη. 

Μια ετήσια συνδρομή των 300-400 δραχμών προς το σχολείο,
δεν ήταν εύκολο να καταβληθεί και το ποσοστό του αναλφαβητισμού παρέμενε υψηλό. 

Πολλά παιδιά έμεναν στο σπίτι.
Στην περίπτωση των αγοριών για να βοηθήσουν την οικογένεια στις αγροτικές εργασίες και σε εκείνη των κοριτσιών για ν αναλάβουν την ανατροφή μικρότερων αδερφών και τις δουλειές του σπιτιού. 

Ακόμη και τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο,γιατί πεινούσαν για να πιουν λίγο γάλα σε σκόνη και να φάνε λίγη σούπα ή όσπρια στα συσσίτια.

Ακόμη και τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά, όπως οι σβούρες και τα τσέρκια, δεν τα αγόραζαν.
Το βαλάντιο της πλειοψηφίας των οικογενειών δεν επαρκούσε. 

Τα έφτιαχναν μόνα τους, με προσήλωση, αγάπη και μεράκι.
Είχαν μάθει να χαίρονται με τα λίγα. 






Αυτές τις ιστορίες διηγείται το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, στην οδό Αγίας Φιλοθέης 17.
Το επισκέπτονται οι παλιοί για να θυμηθούν και οι νέοι για να μάθουν. 

Μάλιστα οι ηλικιωμένοι, που συχνά έρχονται στο Μουσείο με τα εγγόνια   τους, μετατρέπονται σε ξεναγούς λέει στη “Μηχανή του Χρόνου” η διευθύντρια του μουσείου και επί πολλά χρόνια εκπαιδευτικός   και σχολική σύμβουλος, Ευαγγελία Κανταρτζή. 






Βέργα, καρυδότσουφλα, κούρεμα με την ψιλή. Οι σκληρές τιμωρίες των μαθητών.
Η αντίληψη ότι το ξύλο μορφώνει, πως “ο μη δαρείς ου παιδεύεται“, ήταν αποδεκτή ακόμη και από τους γονείς, οι οποίοι θεωρούσαν το κύρος του δασκάλου αναμφισβήτητο και το λόγο του νόμο. 

Η βέργα αποτελούσε την πιο γνωστή μέθοδο τιμωρίας. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μαθητών,κατά βάση των αγοριών, και, όπως είπε  η κ. Κανταρτζή, το ράβδισμα γινόταν ενώπιον όλων για παραδειγματισμό.
Η βέργα δεν έπεφτε μόνο στην παλάμη, αλλά και στην εξωτερική πλευρά του χεριού, ακόμη και στα γόνατα και στις γάμπες.
Τα παιδιά πονούσαν τόσο που με κόπο συγκρατούσαν τα δάκρυά τους. Η κ. Κανταρτζή μάς ανέφερε και μαρτυρίες για μορφές τιμωρίας που συνέβαιναν κυρίως στην επαρχία και έφταναν στα όρια του σαδισμού.
Έκλειναν τα απείθαρχα παιδιά στο υπόγειο του σχολείου για ένα βράδυ και σε άλλα τους ξύριζαν το κεφάλι με την ψιλή σε σχήμα σταυρού.
Τους έριχναν επίσης μελάνι, πράγμα που έτσουζε πολύ και προκαλούσε φοβερό πόνο. 

Στα νησιά και την Πελοπόννησο ήταν διαδεδομένη και η μέθοδος τιμωρίας των καρυδότσουφλων. 

Όποιο παιδί έκανε κάτι για το οποίο έπρεπε να τιμωρηθεί, καθόταν ακόμη και επί δέκα λεπτά με τα γόνατα πάνω στα καρυδότσουφλα και πονούσε.

Σύμφωνα με την κ. Κανταρτζή, υπήρχαν δάσκαλοι που όχι μόνο έβαζαν τα παιδιά να υπομείνουν τον πόνο, αλλά και τα πίεζαν από πάνω, για να τον νιώσουν ακόμη πιο πολύ. 

Μία άλλη μορφή τιμωρίας σχετιζόταν με την ξυλόσομπα, η οποία συνήθως βρισκόταν δίπλα από την έδρα. 

Οι μαθητές, πολλοί εκ των οποίων πήγαιναν ξυπόλητοι στο σχολείο, ήταν επιφορτισμένοι με το άναμμά της.
Καθένας όφειλε να φέρει το πρωί στην τάξη δύο κουτσουράκια. Όποιος το ξεχνούσε, τιμωρείτο.
Καθόταν στο τελευταίο θρανίο και δεν ζεσταινόταν όπως οι υπόλοιποι συνεπείς μαθητές του.

Στο πέρασμα των ετών, οι κοινωνικές αντιλήψεις άλλαξαν και σταδιακά οι αντιπαιδαγωγικές αυτές μέθοδοι έπαψαν να εφαρμόζονται.
Όπως μας είπε η κ. Κανταρτζή, το κούρεμα με την ψιλή απαγορεύτηκε με εγκύκλιο του 1964, επί Γεωργίου Παπανδρέου.
Ο δάσκαλος ως αυθεντία  

Η μεταπολεμική σχολική αίθουσα είχε ορθογώνιο σχήμα. Σε μία από τις γωνίες της ήταν τοποθετημένη η έδρα του δασκάλου πάνω σε ένα βάθρο. 

Πίσω από τον δάσκαλο βρισκόταν ο πίνακας και πάνω από τον πίνακα η εικόνα του Χριστού.
Η διάταξη των αντικειμένων δεν ήταν τυχαία, όπως εξηγεί η κ. Κανταρτζή Το βάθρο χρησιμοποιείτο προκειμένου ο δάσκαλος
να βρίσκεται πιο πάνω από τους μαθητές του, να δείχνει ξεκάθαρα πως αυτός ήταν η αυθεντία.
Το γεγονός ότι κάτω από τον Χριστό ήταν ο δάσκαλος ήταν συμβολικός.
Ο δάσκαλος είχε την απόλυτη εξουσία μέσα στην τάξη. 

Εκτός από συμβολική σημασία, η έδρα πάνω στο βάθρο είχε και πρακτική,
καθώς οι τάξεις τότε φιλοξενούσαν ακόμη και 60 με 70 παιδιά, σύμφωνα με μαρτυρίες. Και μάλιστα παιδιά που δεν ήταν όλα στην ίδια ηλικία.
Υπήρχε ετερογένεια, διότι τα παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη είτε λόγω πολλών απουσιών είτε λόγω αποτυχίας στις απολυτήριες εξετάσεις.






Τα θρανία ήταν ξύλινα και πράσινου χρώματος. Αρκετά διέθεταν στη μέση μια στρογγυλή οπή, όπου τοποθετούσαν το μελανοδοχείο.
Ειδικά στις τάξεις του Δημοτικού, μπορούσαν να χωρέσουν ακόμη και 4-5 άτομα, μας πληροφορεί η κ. Κανταρτζή.





Ήταν πιο μικροκαμωμένα τα παιδιά της εποχής και επίσης ο τρόπος που κάθονταν στο θρανίο, δηλαδή στοιχισμένα και με τα χέρια σταυρωμένα, εξοικονομούσε χώρο συμπληρώνει. 






Αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής αίθουσας του ’50 και των μετέπειτα δεκαετιών ήταν ο άβακας, οι χάρτες, οι προσωπογραφίες αγωνιστών του 1821 και μικρές πινακίδες που
μετέδιδαν είτε ηθικά παραγγέλματα, όπως 

Τ’ αγαθά κόποις κτώνται, είτε κανόνες συμπεριφοράς, όπως 

Μην θορυβείτε.
Οι χάρτες δεν ήταν απλώς μέρος της διακόσμησης. Αποτελούσαν βασικό μέσο διδασκαλίας σε μαθήματα, όπως η ιστορία, η αριθμητική και η πατριδογνωσία, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της έμοιαζε με τη σημερινή μελέτη περιβάλλοντος.
Οι πλάκες με το κοντύλι. 

Κάθε αντικείμενο στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης έχει τη δική του ξεχωριστή και
πολλές φορές συγκινητική ιστορία.

Πέρα από τα τετράδια, που είχαν πολύ λίγα και πολύ λεπτά φύλλα, οι μαθητές έγραφαν στις λεγόμενες πλάκες με το κοντύλι. 

Ήταν επί το πλείστον ορθογώνιες. Η μία πλευρά ήταν για τη γραφή ενώ η άλλη για την αριθμητική.
Το κοντύλι ήταν κατασκευασμένο από σχιστόλιθο, υλικό κατάλληλο και φθηνό ως μέσο γραφής και, όταν οι μαθητές έγραφαν με αυτό, έμοιαζε με κιμωλία.
Η πλάκα είχε συνήθως δεμένο με σπάγκο το σφουγγαράκι, με το οποίο ο μαθητής έσβηνε.
Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν δεμένο με σπάγκο και το κοντύλι. 

Στα χωριά θεωρούσαν τυχερά τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν
λαγοπόδαρα αντί για σφουγγάρι, επειδή πίστευαν ότι έσβηναν καλύτερα και πιο γρήγορα. 

Τα ταγάρια, τα σκονάκια και τα στιχάκια.
Αντί για δερμάτινη τσάντα, οι μαθητές των προπολεμικών χρόνων είχαν το ταγάρι ήτσαντούλι, το οποίο έφτιαχναν με μάλλινες κλωστές οι μητέρες ή οι γιαγιάδες τους. 

Οι τσάντες κυκλοφόρησαν μετά το ’50, αλλά ήταν μικρές, μια και περιελάμβαναν
ένα αλφαβητάρι, ένα τετράδιο, μια κασετίνα, ένα μολύβι ή μια πένα με το μελανοδοχείο της. 

Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλούν στην
κ. Κανταρτζή οι σημειώσεις των μαθητών που κρύβονται στα αναγνωστικά και στα σχολικά βιβλία, είτε πάνω στις σελίδες τους είτε
σε χαρτάκια μέσα στα βιβλία, όπως επίσης και τα ραβασάκια, οι ζωγραφιές και τα σκονάκια. 

Στην ακόλουθη σελίδα, που προέρχεται
από το εγχειρίδιο “Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β’ Γυμνασίου” του 1950, διακρίνεται ένα αυτοσχέδιο μαθητικό τραγούδι, οι στίχοι του οποίου γράφουν:
Τραγούδι πέστε του και τον πόνο μου να λέει μονάχος παραστράτησα κανένας δεν μου φταίει.

Ποδιές και κέντημα για τα κορίτσια, πηλήκια και ξυλογλυπτική για τα αγόρια. 

Στο παρελθόν, τα έμφυλα στερεότυπα ήταν κυρίαρχα
σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης. 

Στο μάθημα των οικοκυρικών, τα κορίτσια μάθαιναν να ράβουν και να κεντούν, ενώ τα αγόρια καταπιάνονταν με την ξυλογλυπτική.
Αμφότεροι έπαιρναν τα δημιουργήματά τους στο σπίτι τους και, στην περίπτωση των κοριτσιών, γίνονταν μέρος της προίκας τους.
Ο έμφυλος διαχωρισμός αποτυπώθηκε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο και στην ενδυμασία.
Τα κορίτσια ήταν υποχρεωμένα να φορούν ποδιές και άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, τα οποία έπρεπε να έχουν πιασμένα πίσω.
Τα αγόρια αναγκάζονταν να φορούν πηλήκια, τα οποία πάνω από το γείσο είχαν τη μορφή της κουκουβάγιας, σύμβολο της σοφίας.
Ποδιά φορούσαν μόνο στο νηπιαγωγείο και η αμφίεσή τους ήταν συνήθως το σακάκι και το κοντό παντελονάκι.
Οι ενδυμασίες ήταν διαφορετικές, αλλά ο ρόλος τους κοινός: 

η επίτευξη της ομοιομορφίας και της πειθαρχίας και ο έλεγχος της
συμπεριφοράς των μαθητών. 

Όποιος μαθητής ή μαθήτρια πιανόταν να μην φοράει το πηλήκιό του ή την ποδιά της αντίστοιχα, έτρωγε αποβολή.
Τα πηλήκια καταργήθηκαν το 1964, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Γεωργίου Παπανδρέου που θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν με ένα δημοκρατικό σχολείο. 

Παράλληλα, η μαύρη ποδιά των κοριτσιών αντικαταστάθηκε με την μπλε. 

Το τέλος της ήρθε το 1982, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.