Βρυσούλα στου σπιτιού μας την αυλή,
μην καρτερείς το στόμα μου στο στόμα σου να γείρει·
πώς το νεράκι σου να πιω;
Συντρίμματα έγινετο κρυσταλλένιο μου που γνώριζες ποτήρι.
Πώς το νεράκι σου να πιω;
Τα χέρια μου είναι ακάθαρτα, και τέτοια θέρμη κατακαίει το στόμα μου το πλάνο,
που τρέμω μήπως γέρνοντας τα χείλια μου στα χείλια
σου, και τη δροσούλα σου, βρυσούλα, τη μαράνω.