Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ (μυτιληνια) ΙΣΤΟΡΙΑ








Ηταν ακόμη μαθητής του Γυμνασίου.
Προς χαρτζηλικισμόν για το τσιγάρο,που τό΄χεν αρχίξει παιδιόθεν, έκαμεν την τέχνην του βιβλιοδέτη.
Δεξιοτέχνης και επινοητικός.
Ταίρι δεν είχε στα τέτοια.
Ναι, ήταν παραμονές εορτών,κάποια χρονιά απ΄τις δύστηνες. 
Τα σχολεία κλειστά.
Ο μπάρμπα-Πέτρος τον κάλεσε να βοηθήσει στο γραφείο,που κι ο ίδιος εργαζόταν,του κουβαρντάδικου Μεγάλου τέκνου της αριστοκράτιδος κοινωνίας της Μυτιλήνης,του Νικόλα Μητρέλια,είχον και συγγένειαν  υπολογίζων βέβαια ο τάλας εις έν γενναίον φιλοδώρημα τέλειον.
Λοιπόν ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος έτσι ολόκληρον το όνομα αποτελεί τίτλον  και είναι σαν περγαμηνή που λέτε,χαρά χαρούμενος, βίρα και έκανε τα καλά του. 
Ξεπατωθείς στα "χουσμέτια"  και στο γράψιμο, για νά΄ναι όσο πιό γενναίο το δώρο,λόγω και τον ημερών ,ως προείπομεν.




Παραμονή Χριστουγέννων.
Μούχρωμα.Δυό πιτσιρίκοι καλαντάρηδες,ανήλθον την δαιδαλώδη κλίμακα του γραφείου κι άρχισαν με λαχανιαστές και δυνατές φωνές.






"Καλήν εσπέραν άρχοντες  (και τι άρχοντες) κι ας είναι ορισμός σας.Δότι κι ΄μας του γκόπου μας. Χρόνια Πουλλά".




Αφεντικό (δυσφορούν κάπως).΄

Αdι φτάν΄(ι). Δότι τα μουρά από έν δεκάλεπτον να κάν(ι)ν  Κστούγιννα κι προφανώς προβλέπων σεισμόν εις την σκορπιοτρόφον τσέπην του, κλίσιτι τσ πόρτις μην έρτιν τσ΄άλλ(ι) διαβόλ(ι).



Ο Γιώργος μας, που ως εκείνη την ώρα μπαινόβγαινε για να δείχνει πελώργιο ενδιαφέρον για το "μεκιάνι" του αφεντικού και παρακολούθαγε με τον κανθόν του οφθαλμού κάθε κίνηση του αφέντη, στην προσπάθειά του να μαντεύσει και τη διάθεση του ακόμα- μαθές πόσα άραγις θα μι δός - ρίγησε και κατελήφθη υπό αμηχανίας.
Ασυναισθήτως - ως γίνεται εις τοιαύτας στιγμάς- με τον λιχανόν της δεξιάς χειρός προσεπάθη να ξεκολλήσει απ΄τν αρθούνατ΄εν οχληρόν κάρκαδον.



Σε λίγο το αφεντικό,σηκώθηκε με κίνησιν  μεγαλοπρεπείας, ετάνυσεν προς τα πίσω τας σκεβράς κτάλας του και είπεν.







Ε ! ΄Αdι  Πέτρου κι τ΄χρόν ! (χειραψία).Γιώργου κι τ΄χρόν΄κι καλή πρόοδου,Ριγάλου γιόκ. Ούτι μιταλίκ(ι) 

Και ξεκουμπίστηκε..Πικρόν μειδίαμα διέστελε  τν αχ(ι)λάρα του Γιώργου και εις σκέψιν θλιβεράν περιήχθη ο λογισμός!

 " Ισως ντ΄Μπρου-τουχρουνιά (εσκέφθη) να μας δως τα ριγάλα".Και φτεροπέταξε το φυλλοκάρδι του.΄
Αdι μιας βδομάδας ακόμη γλυκα-παντοχή.
Ηρθε και η αναμενομένη ημέρα.
Ασπέθις βγάζαν τα πουδάργια τ΄ κι κάρτσις σαπίσαν απ΄τουν ιδρώτα πού΄βγινι όξου απ΄τα παπούτσια τ΄
Να τσι μπινόβγινι κι ανιβουκατέβινι τσ σκάλις,να ούλου παραστουλιαζόνταν εις εμφανή σημεία να τουν΄βλέπ΄.

Μαθές ιδώ ίμι.






Ο ανάλγητος Σάϋλωκ προσεποιείτο απασχόλησιν και ζωγράφιζε "κλικέλια" πάνω στο χαρτί.Απόγεμα.
Μικρή η μέρα νύχτι-αξε.Κανέ δυό μικρά ανέβηκαν να πουν τα κάλαντα.
Είπε να δώσουν από εν δεκάλεπτον πάλι στα παιδιά και διάταξε.
- ΄Αdι κλείστι ντ μπόρτα, μην έρτιν τσ΄άλλ(ι) διαβόλ(ι).Μιρμίδξι η καρδιά τ΄απ΄του μπόνου. 

Σκώθκι μι τ΄γκουρμάρα τ΄τν άγαρμπ΄,μι τσ΄παπούκις τ΄μπουμπιδάτις χουντρόσουλες,τα μ΄κρα τα γυαλιά,μι τσ΄χουντροί τσ΄φακοί (νούμερο οκτώ).
Αι στιγμαί δια τον Γεώργιον ήσαν κρίσιμοι...Να δούμι πόσα θα μι δωσ΄.΄
Εξυσε την παλάμην του γιατί είδε καθ΄όναρ ότι τον έτρωγε.
Εκείνη τη στιγμή του κουραδά  του Κοτζαμπάση τού΄ρθανε τα βιαστικά..

-Ε! ΄Αdι Πέτρου,χρόνια πουλλά (χειραψία).Γιώργουουου (τον ητένισε ασκαρδαμυκτί).
Χρόνια πουλλά  (με έμφασι).
Καλή πρόουουδου στου σκουλειόκι χιριτίζματα στ΄μαμάς!.."΄Στώ" εψέλλισεν ο Γιώργος,μη έχων κουράγιο να προφέρει ολόκληρη τη λέξη "ευχαριστώ ! "μυκτηρίζων την ειμαρμένην ότι δίδει τα "πολλά"εις χείρας σφικτάς και όντα αντικοινωνικά.΄
Εφυγε το μουλάρι με τα βοδίσια φερσίματα, με τη συνείδησιν αναπεπαυμένην  ότι έδωσεν  τουλάχιστον "πολλάς ευχάς"







Η καρδιά του παιδιού μάτωσε.
Τσάγρισαν τα μάτια του και δεν είπε τίποτα.
Ας το διάβολο ρε γρούν (ι) λέγω τώρα εγώ έμπλεως οργής και αγανακτήσεως. 
Τσάκισες την τρυφερή παιδιάτικη χαρά για λίγες ψωροδραχμές,για να γίνεις Μέγας Ευεργέτης και να βλέπουν οι Μυτιληνιοί τ΄όνομα σου χρυσοίς γράμμασι κεχαραγμένον εις εντοιχισμένας μαρμαρίνας πλάκας.

Γιαννακός




Γλωσσάρι.

Χουσμέτια = μικροθελήματα
μεκιάνι= (τουρκ.) χώρος, τόπος
αρθούνα = το ρουθούνι
κτάλες = οι  ώμοι
μιταλίκ(ι) = μικρής αξίας νόμισμα
κάρτσις = κάλτσες
παρασταλιάζω = κάθομαι μακρυά και κοιτάζω με λαχτάρα.
Κλικέλια = κυκλάκια
Παπούκις = παπούτσια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου