Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ..ΟΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΙ

 




Ἤτανε μεσάνυχτα.  Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε.

 Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε  ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ  τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε  ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:

Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ  ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του  καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ Θεὸς Κύριος καὶ τ᾿ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς 

«Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες»  , χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει :

 



 

 

«Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου»

 Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη  καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς  ἑορτῆς 

«Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα 

«Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε»

Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος  ὁ Μέγας,  ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα – Μάρκος  ὁ Βουβός ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε ἔφερε  ἡ  γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

 

 


 

 

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: 

 «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: 

«τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο 

καὶ δὲν  εἶπε: «τοῦἉγίου Βασιλείου» ἀλλὰ εἶπε: 

«τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦλέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη» Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα».Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:  

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου» 

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια,καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε:

«τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ  Θεοῦ  Μάρκου τοῦ  μογιλάλου (6)»,  «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν» Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:«Ἔκοψα, εὐλογημένε».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα,  ὁ καλότυχος.

Ἔστρωσε  ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε.

Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. 

Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι  ἄξιος, οὐδὲ  ἱκανός  ,  ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου…».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ  κι ἑτοιμαζόντανε  νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; 

Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ  νά ῾χουνε;  Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ  εἴμαστεν  ἁμαρτωλοὶ  καὶ  κακορίζικοι ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω,ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του  καὶ  ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

Κύριε ὁ Θεός μου,οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος  ὑπάρχει,  καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης  ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

Ε σ ε ι ς ;


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου